ονοματολόγος

ονοματολόγος
ο, η (Α ὀνοματολόγος)
αυτός που ασχολείται με τη συλλογή και την ερμηνεία ονομάτων, λέξεων
νεοελλ.
1. επιστήμονας που ασχολείται με την ονοματολογία.
2. ονοματοθέτης
αρχ.
αυτός που αναγγέλλει τα ονόματα τών προσκεκλημένων σε μια εκδήλωση, ονομακλήτωρ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀνοματολόγος — collector of words masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνοματολόγον — ὀνοματολόγος collector of words masc/fem acc sg ὀνοματολόγος collector of words neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνοματολόγοι — ὀνοματολόγος collector of words masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνοματολόγῳ — ὀνοματολόγος collector of words masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Philon de Byblos — Pour les articles homonymes, voir Philon. Philon de Byblos, né vers 65 apr. J. C. à Byblos en Phénicie, mort vers 140, appelé aussi Hérennius Philon (en latin Herennius Philo) sans doute parce qu il fut le client et le fils adoptif du consul… …   Wikipédia en Français

  • Hésychios de Milet — Pour les articles homonymes, voir Hésychios. Hésychius ou Hésychios de Milet (en grec Ήσύχιος ό Μιλήσιος) est un historien et biographe de langue grecque qui a vécu au VIe siècle, notamment sous le règne de l empereur Justinien. Il est… …   Wikipédia en Français

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… …   Dictionary of Greek

  • ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • νομεγκλάτωρ — νομεγκλάτωρ, ορος, ὁ (Μ) άτομο, συνήθ. δούλος, που κατέγραφε ονόματα προσώπων, ονοματολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nomenclator < λατ. nomen «όνομα» + cla tor (< calo, are «καλώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”