ὀνοματολόγος — collector of words masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοματολόγον — ὀνοματολόγος collector of words masc/fem acc sg ὀνοματολόγος collector of words neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοματολόγοι — ὀνοματολόγος collector of words masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοματολόγῳ — ὀνοματολόγος collector of words masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Philon de Byblos — Pour les articles homonymes, voir Philon. Philon de Byblos, né vers 65 apr. J. C. à Byblos en Phénicie, mort vers 140, appelé aussi Hérennius Philon (en latin Herennius Philo) sans doute parce qu il fut le client et le fils adoptif du consul… … Wikipédia en Français
Hésychios de Milet — Pour les articles homonymes, voir Hésychios. Hésychius ou Hésychios de Milet (en grec Ήσύχιος ό Μιλήσιος) est un historien et biographe de langue grecque qui a vécu au VIe siècle, notamment sous le règne de l empereur Justinien. Il est… … Wikipédia en Français
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… … Dictionary of Greek
ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… … Dictionary of Greek
νομεγκλάτωρ — νομεγκλάτωρ, ορος, ὁ (Μ) άτομο, συνήθ. δούλος, που κατέγραφε ονόματα προσώπων, ονοματολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nomenclator < λατ. nomen «όνομα» + cla tor (< calo, are «καλώ»)] … Dictionary of Greek